αποφλοιώνω

αποφλοιώνω
-ωσα, -ώθηκα, -ωμένος, ξεφλουδίζω: Ζητούσε ν' αγοράσει τα αμύγδαλα αποφλοιωμένα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποφλοιώνω — αποφλοιώνω, αποφλοίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποφλοιώνω — (Α ἀποφλοιῶ, όω) αφαιρώ τον φλοιό ή το δέρμα, ξεφλουδίζω …   Dictionary of Greek

  • καταπτίσσω — και αττ. τ. καταπτίττω (Α) αποφλοιώνω κάτι εντελώς, ξελεπίζω με κοπάνισμα ή άλεσμα, χοντροκόβω, χοντροαλέθω, κατατρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτίσσω «αλέθω, αποφλοιώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ανέω — ἀνέω (Α) 1. αποφλοιώνω, λιχνίζω δημητριακά 2. κοπανίζω στο γουδί, αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ᾱνέω < *α Fαν έω (με προθεματικό α) μετά από σίγηση του F και συναίρεση] …   Dictionary of Greek

  • αναποφλοίωτος — η, ο αυτός που δεν αποφλοιώθηκε ή δεν μπορεί να αποφλοιωθεί, αξεφλούδιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αποφλοιώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγόριο Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) …   Dictionary of Greek

  • λώπη — λώπη, ἡ (Α) (ποιητ. λ.) ιμάτιο, επενδύτης («δίπτυχον ἀμφ ὤμοισιν ἔχουσα εὐεργέα λώπην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. λώπη καθώς και η συνώνυμή της λῶπος (τὸ) εμφανίζουν την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα (*lōp ) τής ΙΕ ρίζας *lep «αποφλοιώνω, γδέρνω,… …   Dictionary of Greek

  • ξεφλουδίζω — και ξεφλουδώ, άω 1. αφαιρώ τη φλούδα, αποφλοιώνω 2. μέσ. ξεφλουδίζομαι α) αποβάλλω τη φλούδα μου, μού βγάζουν το περίβλημα β) υφίσταμαι αποφλοίωση ή απολέπιση («ξεφλουδίστηκα από τον ήλιο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φλούδα] …   Dictionary of Greek

  • περιπτίσσω — Α 1. αφαιρώ τον φλοιό γύρω γύρω, ξεφλουδίζω 2. (ειδικά) αλωνίζω και καθαρίζω σιτηρά από τα άχυρα 3. (η μτχ. αρσ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ περιεπτισμένοι μτφ. αστοί απαλλαγμένοι από ξένα στοιχεία, αμιγείς αστοί («ἀλλ ἐσμὲν αὐτοὶ νῡν γε… …   Dictionary of Greek

  • πτίσσω — και πτίττω Α 1. εκλεπίζω, αποφλοιώνω, ξεφλουδίζω κριθάρι ή άλλα δημητριακά 2. κοπανίζω μέσα σε γουδί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. λ., όρος τής γεωργίας, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *peis / *pis «λειανίζω, συντρίβω, κοπανίζω, αλέθω σε γουδί» και συνδέεται με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”